- κλήδην
- κλήδην (Α)επίρρ. ονομαστικώς, με το όνομα, κατ' όνομα («κλήδην εἰς ἀγορὴν κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλη- (πρβλ. ἐ-κλή-θην, παθ. αόρ. τού καλῶ), που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή βαθμίδα klē- τής αρχικής δισύλλαβης ρίζας kalē-, στην οποία ανάγεται το καλῶ].
Dictionary of Greek. 2013.